- μονωτικός
- η, ό[ν]1) изолирующий; обособляющий; 2) изоляционный;
μονωτική ουσία — или υλη — изоляция;
μονωτική ταινία — изоляционная лента
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονωτική ουσία — или υλη — изоляция;
μονωτική ταινία — изоляционная лента
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονωτικός — left alone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωτικός — ή, ό (Α μονωτικός, ή, όν) [μονώ] νεοελλ. 1. αυτός που απομονώνει κάτι από κάτι άλλο 2. κατάλληλος για μόνωση 3. φρ. α) «μονωτικά υλικά» i) τεχνολ. υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την ακουστική ή θερμική μόνωση ενός χώρου ή για τη μόνωση ενός… … Dictionary of Greek
μονωτικός — ή, ό 1. αυτός που απομονώνει κάτι από άλλο: Μονωτικό καλώδιο. 2. (φυσ.), αυτός που είναι κατάλληλος για μόνωση ηλεκτρισμού, ήχου, θερμότητας κτλ.: Μονωτικά υλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονωτικά — μονωτικός left alone neut nom/voc/acc pl μονωτικά̱ , μονωτικός left alone fem nom/voc/acc dual μονωτικά̱ , μονωτικός left alone fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωτικῶν — μονωτικός left alone fem gen pl μονωτικός left alone masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωτικόν — μονωτικός left alone masc acc sg μονωτικός left alone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωτικοῖς — μονωτικός left alone masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωτικοῦ — μονωτικός left alone masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… … Dictionary of Greek
καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… … Dictionary of Greek
Καλτσέκι, Ονέστι Τεμίστοκλε — (Onesti Temistocle Calzecchi, Λαπεντόνα 1853 – Μοντερουμπιάνο 1922). Ιταλός φυσικός και εφευρέτης. Έπειτα από μια σειρά πειραμάτων, στα οποία επιδόθηκε από το 1884 έως το 1886, κατόρθωσε να αποδείξει ότι ένας μονωτικός σωλήνας που περιέχει… … Dictionary of Greek